παρεφηβεία

παρεφηβεία
και ιων. τ. παρεφηθείη, ἡ, Α
(αμφβλ. σημ.) η κατάσταση τού παρεφήβου, αμάρτυρη λέξη, ίσως το να είναι κανείς μέλος ενός σωματείου ή ομίλου εφήβων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”